Τζέρσεϋ

Τζέρσεϋ
Ν
φρ. «φυλή Τζέρσεϋ»
ζωοτ. γαλακτοπαραγωγός φυλή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Jersey, το μεγαλύτερο και νοτιότερο από τα αγγλονορμανδικά νησιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζέρσεϋ — και τζέρσεϋ, το 1. είδος πλεκτού μεταξωτού υφάσματος 2. λεπτό πλεκτό ύφασμα οποιασδήποτε ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου. Πρβλ. αγγλ. jersey, από την ονομασία τού νησιού Jersey, όπου το εν λόγω ύφασμα κατασκευάστηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Τρετιακόφ Πινακοθήκη — Μια από τις μεγαλύτερες πινακοθήκες της Ρωσίας, με πίνακες αποκλειστικά Ρώσων καλλιτεχνών, που βρίσκεται στη Μόσχα. Ιδρυτής της ήταν ο Μοσχοβίτης μαικήνας και συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων, έμπορος Πάβελ Μιχαήλοβιτς Τ. (1832 1898), που έπαιξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”